Jump to content

φυλακισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Participle

[edit]

φυλακισμένος (fylakisménosm (feminine φυλακισμένη, neuter φυλακισμένο)

  1. passive perfect participle of φυλακίζω (fylakízo): imprisoned

Declension

[edit]
Declension of φυλακισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φυλακισμένος (fylakisménos) φυλακισμένη (fylakisméni) φυλακισμένο (fylakisméno) φυλακισμένοι (fylakisménoi) φυλακισμένες (fylakisménes) φυλακισμένα (fylakisména)
genitive φυλακισμένου (fylakisménou) φυλακισμένης (fylakisménis) φυλακισμένου (fylakisménou) φυλακισμένων (fylakisménon) φυλακισμένων (fylakisménon) φυλακισμένων (fylakisménon)
accusative φυλακισμένο (fylakisméno) φυλακισμένη (fylakisméni) φυλακισμένο (fylakisméno) φυλακισμένους (fylakisménous) φυλακισμένες (fylakisménes) φυλακισμένα (fylakisména)
vocative φυλακισμένε (fylakisméne) φυλακισμένη (fylakisméni) φυλακισμένο (fylakisméno) φυλακισμένοι (fylakisménoi) φυλακισμένες (fylakisménes) φυλακισμένα (fylakisména)

Noun

[edit]

φυλακισμένος (fylakisménosm (plural φυλακισμένοι)

  1. prisoner (person incarcerated in a prison)
  2. prisoner (any person held against his or her will)

Declension

[edit]
Declension of φυλακισμένος
singular plural
nominative φυλακισμένος (fylakisménos) φυλακισμένοι (fylakisménoi)
genitive φυλακισμένου (fylakisménou) φυλακισμένων (fylakisménon)
accusative φυλακισμένο (fylakisméno) φυλακισμένους (fylakisménous)
vocative φυλακισμένε (fylakisméne) φυλακισμένοι (fylakisménoi)
[edit]