Jump to content

αποσχισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αποσχίζομαι (aposchízomai) (sense "secede"), passive voice of αποσχίζω (aposchízo)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.sçiˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧πο‧σχι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αποσχισμένος (aposchisménosm (feminine αποσχισμένη, neuter αποσχισμένο)

  1. seceded, severed

Declension

[edit]
Declension of αποσχισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποσχισμένος (aposchisménos) αποσχισμένη (aposchisméni) αποσχισμένο (aposchisméno) αποσχισμένοι (aposchisménoi) αποσχισμένες (aposchisménes) αποσχισμένα (aposchisména)
genitive αποσχισμένου (aposchisménou) αποσχισμένης (aposchisménis) αποσχισμένου (aposchisménou) αποσχισμένων (aposchisménon) αποσχισμένων (aposchisménon) αποσχισμένων (aposchisménon)
accusative αποσχισμένο (aposchisméno) αποσχισμένη (aposchisméni) αποσχισμένο (aposchisméno) αποσχισμένους (aposchisménous) αποσχισμένες (aposchisménes) αποσχισμένα (aposchisména)
vocative αποσχισμένε (aposchisméne) αποσχισμένη (aposchisméni) αποσχισμένο (aposchisméno) αποσχισμένοι (aposchisménoi) αποσχισμένες (aposchisménes) αποσχισμένα (aposchisména)

See also

[edit]

Further reading

[edit]