Jump to content

ανερχόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Present participle of ανέρχομαι (anérchomai, ascend, rise), a verb in the passive voice, also substantivised.

Participle

[edit]

ανερχόμενος (anerchómenosm (feminine ανερχόμενη, neuter ανερχόμενο)

  1. rising to success, up-and-coming

Declension

[edit]
Declension of ανερχόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανερχόμενος (anerchómenos) ανερχόμενη (anerchómeni) ανερχόμενο (anerchómeno) ανερχόμενοι (anerchómenoi) ανερχόμενες (anerchómenes) ανερχόμενα (anerchómena)
genitive ανερχόμενου (anerchómenou) ανερχόμενης (anerchómenis) ανερχόμενου (anerchómenou) ανερχόμενων (anerchómenon) ανερχόμενων (anerchómenon) ανερχόμενων (anerchómenon)
accusative ανερχόμενο (anerchómeno) ανερχόμενη (anerchómeni) ανερχόμενο (anerchómeno) ανερχόμενους (anerchómenous) ανερχόμενες (anerchómenes) ανερχόμενα (anerchómena)
vocative ανερχόμενε (anerchómene) ανερχόμενη (anerchómeni) ανερχόμενο (anerchómeno) ανερχόμενοι (anerchómenoi) ανερχόμενες (anerchómenes) ανερχόμενα (anerchómena)
[edit]

Further reading

[edit]