Jump to content

αποκομμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αποκόβομαι (apokóvomai), passive voice of αποκόβω (apokóvo, to preoccupy, employ) or of αποκόπτομαι (apokóptomai), αποκόπτω (apokópto). Morphologically, απο- (apo-) +‎ κομμένος (komménos, cut).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.koˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧πο‧κομ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αποκομμένος (apokomménosm (feminine αποκομμένη, neuter αποκομμένο)

  1. isolated, severed

Declension

[edit]
Declension of αποκομμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποκομμένος (apokomménos) αποκομμένη (apokomméni) αποκομμένο (apokomméno) αποκομμένοι (apokomménoi) αποκομμένες (apokomménes) αποκομμένα (apokomména)
genitive αποκομμένου (apokomménou) αποκομμένης (apokomménis) αποκομμένου (apokomménou) αποκομμένων (apokomménon) αποκομμένων (apokomménon) αποκομμένων (apokomménon)
accusative αποκομμένο (apokomméno) αποκομμένη (apokomméni) αποκομμένο (apokomméno) αποκομμένους (apokomménous) αποκομμένες (apokomménes) αποκομμένα (apokomména)
vocative αποκομμένε (apokomméne) αποκομμένη (apokomméni) αποκομμένο (apokomméno) αποκομμένοι (apokomménoi) αποκομμένες (apokomménes) αποκομμένα (apokomména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκομμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκομμένος, etc.)

[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]