αποκομμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of αποκόβομαι (apokóvomai), passive voice of αποκόβω (apokóvo, “to preoccupy, employ”) or of αποκόπτομαι (apokóptomai), αποκόπτω (apokópto). Morphologically, απο- (apo-) + κομμένος (komménos, “cut”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αποκομμένος • (apokomménos) m (feminine αποκομμένη, neuter αποκομμένο)
Declension
[edit]Declension of αποκομμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκομμένος • | αποκομμένη • | αποκομμένο • | αποκομμένοι • | αποκομμένες • | αποκομμένα • |
genitive | αποκομμένου • | αποκομμένης • | αποκομμένου • | αποκομμένων • | αποκομμένων • | αποκομμένων • |
accusative | αποκομμένο • | αποκομμένη • | αποκομμένο • | αποκομμένους • | αποκομμένες • | αποκομμένα • |
vocative | αποκομμένε • | αποκομμένη • | αποκομμένο • | αποκομμένοι • | αποκομμένες • | αποκομμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκομμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκομμένος, etc.) |
Related terms
[edit]- απόκομμα n (apókomma, “cut off piece”)
- ξεκομμένος (xekomménos) & other compound participles with κομμένος (komménos, “cut”)
See also
[edit]- αποκαμωμένος (apokamoménos, “exhausted”)
- αποκομίζω (apokomízo, “obtain, gain, literally: carry away, remove”)
Further reading
[edit]- αποκομμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language