απόκομμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απόκομμα • (apókomma) n (plural αποκόμματα)
- clipping, cutting, shaving (a small piece cut from a larger piece)
- απόκομμα εφημερίδας ― apókomma efimerídas ― newspaper cutting
- (colloquial) weaning
- Synonyms: απογαλακτισμός (apogalaktismós), αποθηλασμός (apothilasmós)
Declension
[edit]Declension of απόκομμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόκομμα • | αποκόμματα • |
genitive | αποκόμματος • | αποκομμάτων • |
accusative | απόκομμα • | αποκόμματα • |
vocative | απόκομμα • | αποκόμματα • |
Related terms
[edit]- see: αποκομίζω (apokomízo, “I remove”)