From Wiktionary, the free dictionary
From Ancient Greek ἀποκομίζω . Morphologically, from απο- ( “ from ” ) + κομίζω ( komízo , “ bring ” ) .
IPA (key ) : /a.po.koˈmi.zo/
Hyphenation: α‧πο‧κο‧μί‧ζω
αποκομίζω • (apokomízo ) (past αποκόμισα /απεκόμισα , passive αποκομίζομαι )
to carry away , remove
to carry away with me, gain
αποκομίζω αποκομίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποκομίζω
αποκομίσω
αποκομίζομαι
αποκομισθώ
2 sg
αποκομίζεις
αποκομίσεις
αποκομίζεσαι
αποκομισθείς
3 sg
αποκομίζει
αποκομίσει
αποκομίζεται
αποκομισθεί
1 pl
αποκομίζουμε , [‑ομε ]
αποκομίσουμε , [‑ομε ]
αποκομιζόμαστε
αποκομισθούμε
2 pl
αποκομίζετε
αποκομίσετε
αποκομίζεστε , αποκομιζόσαστε
αποκομισθείτε
3 pl
αποκομίζουν (ε )
αποκομίσουν (ε )
αποκομίζονται
αποκομισθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποκόμιζα , {απεκόμιζα }1
αποκόμισα , {απεκόμισα }1
αποκομιζόμουν (α )
αποκομίσθηκα
2 sg
αποκόμιζες , απεκόμιζες
αποκόμισες , απεκόμισες
αποκομιζόσουν (α )
αποκομίσθηκες
3 sg
αποκόμιζε , απεκόμιζε
αποκόμισε , απεκόμισε
αποκομιζόταν (ε )
αποκομίσθηκε
1 pl
αποκομίζαμε
αποκομίσαμε
αποκομιζόμασταν , (‑όμαστε )
αποκομισθήκαμε
2 pl
αποκομίζατε
αποκομίσατε
αποκομιζόσασταν , (‑όσαστε )
αποκομισθήκατε
3 pl
αποκόμιζαν , αποκομίζαν (ε ), απεκόμιζαν
αποκόμισαν , αποκομίσαν (ε ), απεκόμισαν
αποκομίζονταν , (αποκομιζόντουσαν )
αποκομίσθηκαν , αποκομισθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποκομίζω ➤
θα αποκομίσω ➤
θα αποκομίζομαι ➤
θα αποκομισθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποκομίζεις , …
θα αποκομίσεις , …
θα αποκομίζεσαι , …
θα αποκομισθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποκομίσει
έχω, έχεις, … αποκομισθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποκομίσει
είχα, είχες, … αποκομισθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποκομίσει
θα έχω, θα έχεις, … αποκομισθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αποκόμιζε
αποκόμισε , απεκόμισε
—
αποκομίσου
2 pl
αποκομίζετε
αποκομίστε
αποκομίζεστε
αποκομισθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποκομίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποκομίσει ➤
—
Nonfinite form➤
αποκομίσει
αποκομισθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Forms with internal augment απε - are very formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
αποκομιδή f ( apokomidí , “ removal, collection ” ) αποκόμιση f ( apokómisi , “ acquisition, removal ” ) απόκομμα n ( apókomma , “ cutting, scrap ” ) αποκομμένος ( apokomménos , “ cut off, alienated ” , adjective ) συναποκομίζω ( synapokomízo , “ to acquire more ” )