αποκόμιση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποκόμιση • (apokómisi) f (plural αποκομίσεις)
Declension
[edit]Declension of αποκόμιση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποκόμιση • | αποκομίσεις • | |
genitive | αποκόμισης • | αποκομίσεων • | |
accusative | αποκόμιση • | αποκομίσεις • | |
vocative | αποκόμιση • | αποκομίσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποκομίσεως • |
Related terms
[edit]- see: αποκομίζω (apokomízo, “I remove”)