Jump to content

κομμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of κόβομαι (kóvomai), passive voice of κόβω (to cut).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /koˈme.nos/
  • Hyphenation: κομ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

κομμένος (komménosm (feminine κομμένη, neuter κομμένο)

  1. cut
  2. sliced, shredded
  3. (figuratively, colloquial) tired, exhausted (of appearance, especially of the face)
    Σε βλέπω κομμένο από το χθεσινό ξενύχτι.
    Se vlépo komméno apó to chthesinó xenýchti.
    I see that you look exhausted from yesterday's all-nighter.

Declension

[edit]
Declension of κομμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κομμένος (komménos) κομμένη (komméni) κομμένο (komméno) κομμένοι (komménoi) κομμένες (komménes) κομμένα (komména)
genitive κομμένου (komménou) κομμένης (komménis) κομμένου (komménou) κομμένων (komménon) κομμένων (komménon) κομμένων (komménon)
accusative κομμένο (komméno) κομμένη (komméni) κομμένο (komméno) κομμένους (komménous) κομμένες (komménes) κομμένα (komména)
vocative κομμένε (komméne) κομμένη (komméni) κομμένο (komméno) κομμένοι (komménoi) κομμένες (komménes) κομμένα (komména)

Synonyms

[edit]
[edit]
  • είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα (eínai komménos kai ramménos sta métra, cut and sewn to the measurements, tailored, tailor-made, participle)
    Αυτή είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους.
    Aftí eínai komméni kai ramméni sta métra tous.
    This is tailor-made for them.