κομμένος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of κόβομαι (kóvomai), passive voice of κόβω (“to cut”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]κομμένος • (komménos) m (feminine κομμένη, neuter κομμένο)
- cut
- sliced, shredded
- (figuratively, colloquial) tired, exhausted (of appearance, especially of the face)
- Σε βλέπω κομμένο από το χθεσινό ξενύχτι.
- Se vlépo komméno apó to chthesinó xenýchti.
- I see that you look exhausted from yesterday's all-nighter.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κομμένος (komménos) | κομμένη (komméni) | κομμένο (komméno) | κομμένοι (komménoi) | κομμένες (komménes) | κομμένα (komména) | |
genitive | κομμένου (komménou) | κομμένης (komménis) | κομμένου (komménou) | κομμένων (komménon) | κομμένων (komménon) | κομμένων (komménon) | |
accusative | κομμένο (komméno) | κομμένη (komméni) | κομμένο (komméno) | κομμένους (komménous) | κομμένες (komménes) | κομμένα (komména) | |
vocative | κομμένε (komméne) | κομμένη (komméni) | κομμένο (komméno) | κομμένοι (komménoi) | κομμένες (komménes) | κομμένα (komména) |
Synonyms
[edit]- (tired): κουρασμένος (kourasménos)
Related terms
[edit]- είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα (eínai komménos kai ramménos sta métra, “cut and sewn to the measurements, tailored, tailor-made”, participle) Αυτή είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους.
- Aftí eínai komméni kai ramméni sta métra tous.
- This is tailor-made for them.