Jump to content

αποξηραμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αποξηραίνομαι (apoxiraínomai), passive voice of αποξηραίνω (apoxiraíno)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.ksi.ɾaˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧πο‧ξη‧ρα‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αποξηραμένος (apoxiraménosm (feminine αποξηραμένη, neuter αποξηραμένο)

  1. dried, desiccated
    less formal, demotic: αποξεραμένος (apoxeraménos) of αποξεραίνω (apoxeraíno)

Declension

[edit]
Declension of αποξηραμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποξηραμένος (apoxiraménos) αποξηραμένη (apoxiraméni) αποξηραμένο (apoxiraméno) αποξηραμένοι (apoxiraménoi) αποξηραμένες (apoxiraménes) αποξηραμένα (apoxiraména)
genitive αποξηραμένου (apoxiraménou) αποξηραμένης (apoxiraménis) αποξηραμένου (apoxiraménou) αποξηραμένων (apoxiraménon) αποξηραμένων (apoxiraménon) αποξηραμένων (apoxiraménon)
accusative αποξηραμένο (apoxiraméno) αποξηραμένη (apoxiraméni) αποξηραμένο (apoxiraméno) αποξηραμένους (apoxiraménous) αποξηραμένες (apoxiraménes) αποξηραμένα (apoxiraména)
vocative αποξηραμένε (apoxiraméne) αποξηραμένη (apoxiraméni) αποξηραμένο (apoxiraméno) αποξηραμένοι (apoxiraménoi) αποξηραμένες (apoxiraménes) αποξηραμένα (apoxiraména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποξηραμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποξηραμένος, etc.)