αποξηραίνω
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αποξεραίνω (apoxeraíno)
Verb
[edit]αποξηραίνω • (apoxiraíno) (past αποξήρανα, passive αποξηραίνομαι, ppp αποξηραμένος)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- αποξηραμένα n pl (apoxiraména, “dried fruit, potpourri”)
- αποξήρανση f (apoxíransi, “drying”)
- αποξηραντήριο n (apoxirantírio, “drying plant; drier, desiccator”)
- αποξηραντικός (apoxirantikós, “drying, desiccating; draining”, adjective)
Further reading
[edit]- αποξηραίνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language