Jump to content

αποξηραντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποξηραντικός (apoxirantikósm (feminine αποξηραντική, neuter αποξηραντικό)

  1. drying, desiccating
  2. draining

Declension

[edit]
Declension of αποξηραντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποξηραντικός (apoxirantikós) αποξηραντική (apoxirantikí) αποξηραντικό (apoxirantikó) αποξηραντικοί (apoxirantikoí) αποξηραντικές (apoxirantikés) αποξηραντικά (apoxirantiká)
genitive αποξηραντικού (apoxirantikoú) αποξηραντικής (apoxirantikís) αποξηραντικού (apoxirantikoú) αποξηραντικών (apoxirantikón) αποξηραντικών (apoxirantikón) αποξηραντικών (apoxirantikón)
accusative αποξηραντικό (apoxirantikó) αποξηραντική (apoxirantikí) αποξηραντικό (apoxirantikó) αποξηραντικούς (apoxirantikoús) αποξηραντικές (apoxirantikés) αποξηραντικά (apoxirantiká)
vocative αποξηραντικέ (apoxirantiké) αποξηραντική (apoxirantikí) αποξηραντικό (apoxirantikó) αποξηραντικοί (apoxirantikoí) αποξηραντικές (apoxirantikés) αποξηραντικά (apoxirantiká)
[edit]

Further reading

[edit]