αποξηραίνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποξηραίνομαι • (apoxiraínomai) passive (past αποξηράνθηκα, ppp αποξηραμένος, active αποξηραίνω)
- passive of αποξηραίνω (apoxiraíno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form