Jump to content

ανταριασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of ανταριάζομαι (antariázomai), passive voice of ανταριάζω (antariázo).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /an.daɾ.ʝaˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧ντα‧ρια‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

ανταριασμένος (antariasménosm (feminine ανταριασμένη, neuter ανταριασμένο)

  1. agitated

Declension

[edit]
Declension of ανταριασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανταριασμένος (antariasménos) ανταριασμένη (antariasméni) ανταριασμένο (antariasméno) ανταριασμένοι (antariasménoi) ανταριασμένες (antariasménes) ανταριασμένα (antariasména)
genitive ανταριασμένου (antariasménou) ανταριασμένης (antariasménis) ανταριασμένου (antariasménou) ανταριασμένων (antariasménon) ανταριασμένων (antariasménon) ανταριασμένων (antariasménon)
accusative ανταριασμένο (antariasméno) ανταριασμένη (antariasméni) ανταριασμένο (antariasméno) ανταριασμένους (antariasménous) ανταριασμένες (antariasménes) ανταριασμένα (antariasména)
vocative ανταριασμένε (antariasméne) ανταριασμένη (antariasméni) ανταριασμένο (antariasméno) ανταριασμένοι (antariasménoi) ανταριασμένες (antariasménes) ανταριασμένα (antariasména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανταριασμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανταριασμένος, etc.)

Further reading

[edit]