Jump to content

βοηθούμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
 

Participle

[edit]

βοηθούμενος (boēthoúmenosm (feminine βοηθουμένη, neuter βοηθούμενον); first/second declension

  1. present mediopassive participle of βοηθῶ (boēthô) contracted form of βοηθέω (boēthéō)

Inflection

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Present participle of βοηθούμαι (voïthoúmai), passive voice of βοηθώ (βοηθάω) (hlp).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /vo.iˈθu.me.nos/, /voi̯ˈθu.me.nos/
  • Hyphenation: βο‧η‧θού‧με‧νος

Participle

[edit]

βοηθούμενος (voïthoúmenosm (feminine βοηθούμενη, neuter βοηθούμενο)

  1. who is being assisted

Declension

[edit]
Declension of βοηθούμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βοηθούμενος (voïthoúmenos) βοηθούμενη (voïthoúmeni) βοηθούμενο (voïthoúmeno) βοηθούμενοι (voïthoúmenoi) βοηθούμενες (voïthoúmenes) βοηθούμενα (voïthoúmena)
genitive βοηθούμενου (voïthoúmenou) βοηθούμενης (voïthoúmenis) βοηθούμενου (voïthoúmenou) βοηθούμενων (voïthoúmenon) βοηθούμενων (voïthoúmenon) βοηθούμενων (voïthoúmenon)
accusative βοηθούμενο (voïthoúmeno) βοηθούμενη (voïthoúmeni) βοηθούμενο (voïthoúmeno) βοηθούμενους (voïthoúmenous) βοηθούμενες (voïthoúmenes) βοηθούμενα (voïthoúmena)
vocative βοηθούμενε (voïthoúmene) βοηθούμενη (voïthoúmeni) βοηθούμενο (voïthoúmeno) βοηθούμενοι (voïthoúmenoi) βοηθούμενες (voïthoúmenes) βοηθούμενα (voïthoúmena)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βοηθούμενος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βοηθούμενος, etc.)

[edit]