υποβοηθούμενος
Appearance
See also: ὑποβοηθούμενος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Present participle of υποβοηθούμαι (ypovoïthoúmai), passive voice of υποβοηθώ (“assist”). Morphologically, υπο- (ypo-, “under-”) + βοηθούμενος (voïthoúmenos), literally: assistend, sustined from underneath. Also see the ancient ὑποβοηθούμενος (hupoboēthoúmenos).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]υποβοηθούμενος • (ypovoïthoúmenos) m (feminine υποβοηθούμενη, neuter υποβοηθούμενο)
- who is being assisted, abetted
- Synonym: βοηθούμενος (voïthoúmenos) (with less emphasis)
- υποβοηθούμενη αναπνοή ― ypovoïthoúmeni anapnoḯ ― assisted breathing
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υποβοηθούμενος (ypovoïthoúmenos) | υποβοηθούμενη (ypovoïthoúmeni) | υποβοηθούμενο (ypovoïthoúmeno) | υποβοηθούμενοι (ypovoïthoúmenoi) | υποβοηθούμενες (ypovoïthoúmenes) | υποβοηθούμενα (ypovoïthoúmena) | |
genitive | υποβοηθούμενου (ypovoïthoúmenou) | υποβοηθούμενης (ypovoïthoúmenis) | υποβοηθούμενου (ypovoïthoúmenou) | υποβοηθούμενων (ypovoïthoúmenon) | υποβοηθούμενων (ypovoïthoúmenon) | υποβοηθούμενων (ypovoïthoúmenon) | |
accusative | υποβοηθούμενο (ypovoïthoúmeno) | υποβοηθούμενη (ypovoïthoúmeni) | υποβοηθούμενο (ypovoïthoúmeno) | υποβοηθούμενους (ypovoïthoúmenous) | υποβοηθούμενες (ypovoïthoúmenes) | υποβοηθούμενα (ypovoïthoúmena) | |
vocative | υποβοηθούμενε (ypovoïthoúmene) | υποβοηθούμενη (ypovoïthoúmeni) | υποβοηθούμενο (ypovoïthoúmeno) | υποβοηθούμενοι (ypovoïthoúmenoi) | υποβοηθούμενες (ypovoïthoúmenes) | υποβοηθούμενα (ypovoïthoúmena) |