Jump to content

υποβοηθούμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Present participle of υποβοηθούμαι (ypovoïthoúmai), passive voice of υποβοηθώ (assist). Morphologically, υπο- (ypo-, under-) +‎ βοηθούμενος (voïthoúmenos), literally: assistend, sustined from underneath. Also see the ancient ὑποβοηθούμενος (hupoboēthoúmenos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.po.vo.iˈθu.me.nos/
  • Hyphenation: υ‧πο‧βο‧η‧θού‧με‧νος

Participle

[edit]

υποβοηθούμενος (ypovoïthoúmenosm (feminine υποβοηθούμενη, neuter υποβοηθούμενο)

  1. who is being assisted, abetted
    Synonym: βοηθούμενος (voïthoúmenos) (with less emphasis)
    υποβοηθούμενη αναπνοήypovoïthoúmeni anapnoḯassisted breathing

Declension

[edit]
Declension of υποβοηθούμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υποβοηθούμενος (ypovoïthoúmenos) υποβοηθούμενη (ypovoïthoúmeni) υποβοηθούμενο (ypovoïthoúmeno) υποβοηθούμενοι (ypovoïthoúmenoi) υποβοηθούμενες (ypovoïthoúmenes) υποβοηθούμενα (ypovoïthoúmena)
genitive υποβοηθούμενου (ypovoïthoúmenou) υποβοηθούμενης (ypovoïthoúmenis) υποβοηθούμενου (ypovoïthoúmenou) υποβοηθούμενων (ypovoïthoúmenon) υποβοηθούμενων (ypovoïthoúmenon) υποβοηθούμενων (ypovoïthoúmenon)
accusative υποβοηθούμενο (ypovoïthoúmeno) υποβοηθούμενη (ypovoïthoúmeni) υποβοηθούμενο (ypovoïthoúmeno) υποβοηθούμενους (ypovoïthoúmenous) υποβοηθούμενες (ypovoïthoúmenes) υποβοηθούμενα (ypovoïthoúmena)
vocative υποβοηθούμενε (ypovoïthoúmene) υποβοηθούμενη (ypovoïthoúmeni) υποβοηθούμενο (ypovoïthoúmeno) υποβοηθούμενοι (ypovoïthoúmenoi) υποβοηθούμενες (ypovoïthoúmenes) υποβοηθούμενα (ypovoïthoúmena)