Jump to content

διαδεδομένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði̯a.ðe.ðoˈme.nos/

Participle

[edit]

διαδεδομένος (diadedoménosm (feminine διαδεδομένη, neuter διαδεδομένο)

  1. widespread, prevalent, common

Declension

[edit]
Declension of διαδεδομένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαδεδομένος (diadedoménos) διαδεδομένη (diadedoméni) διαδεδομένο (diadedoméno) διαδεδομένοι (diadedoménoi) διαδεδομένες (diadedoménes) διαδεδομένα (diadedoména)
genitive διαδεδομένου (diadedoménou) διαδεδομένης (diadedoménis) διαδεδομένου (diadedoménou) διαδεδομένων (diadedoménon) διαδεδομένων (diadedoménon) διαδεδομένων (diadedoménon)
accusative διαδεδομένο (diadedoméno) διαδεδομένη (diadedoméni) διαδεδομένο (diadedoméno) διαδεδομένους (diadedoménous) διαδεδομένες (diadedoménes) διαδεδομένα (diadedoména)
vocative διαδεδομένε (diadedoméne) διαδεδομένη (diadedoméni) διαδεδομένο (diadedoméno) διαδεδομένοι (diadedoménoi) διαδεδομένες (diadedoménes) διαδεδομένα (diadedoména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαδεδομένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαδεδομένος, etc.)