Jump to content

αγριοκοιταγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αγριοκοιτάζομαι (agriokoitázomai) and αγριοκοιτιέμαι (agriokoitiémai), passive voices of αγριοκοιτάζω and αγριοκοιτάω / αγριοκοιτώ (agriokoitó, look angily at) respectively. Morphologically, from αγριο- (agrio-, wild) +‎ κοιταγμένος (koitagménos, looked at, participle).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ɣɾi.o.ki.taɣˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧γρι‧ο‧κοι‧ταγ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αγριοκοιταγμένος (agriokoitagménosm (feminine αγριοκοιταγμένη, neuter αγριοκοιταγμένο)

  1. who has been looked at angrily

Declension

[edit]
Declension of αγριοκοιταγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγριοκοιταγμένος (agriokoitagménos) αγριοκοιταγμένη (agriokoitagméni) αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) αγριοκοιταγμένοι (agriokoitagménoi) αγριοκοιταγμένες (agriokoitagménes) αγριοκοιταγμένα (agriokoitagména)
genitive αγριοκοιταγμένου (agriokoitagménou) αγριοκοιταγμένης (agriokoitagménis) αγριοκοιταγμένου (agriokoitagménou) αγριοκοιταγμένων (agriokoitagménon) αγριοκοιταγμένων (agriokoitagménon) αγριοκοιταγμένων (agriokoitagménon)
accusative αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) αγριοκοιταγμένη (agriokoitagméni) αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) αγριοκοιταγμένους (agriokoitagménous) αγριοκοιταγμένες (agriokoitagménes) αγριοκοιταγμένα (agriokoitagména)
vocative αγριοκοιταγμένε (agriokoitagméne) αγριοκοιταγμένη (agriokoitagméni) αγριοκοιταγμένο (agriokoitagméno) αγριοκοιταγμένοι (agriokoitagménoi) αγριοκοιταγμένες (agriokoitagménes) αγριοκοιταγμένα (agriokoitagména)