From Wiktionary, the free dictionary
αγριο- ( agrio- , “ wild ” ) + κοιτάζω ( koitázo , “ to look at ” )
IPA (key ) : /a.ɣɾi.o.ciˈta.zo/
Hyphenation: α‧γρι‧ο‧κοι‧τά‧ζω
αγριοκοιτάζω • (agriokoitázo ) (past αγριοκοίταξα , passive αγριοκοιτάζομαι )
to glower , look angrily at
αγριοκοιτάζω αγριοκοιτάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αγριοκοιτάζω (αγριοκοιτάω → )
αγριοκοιτάξω
αγριοκοιτάζομαι
αγριοκοιταχτώ
2 sg
αγριοκοιτάζεις
αγριοκοιτάξεις
αγριοκοιτάζεσαι
αγριοκοιταχτείς
3 sg
αγριοκοιτάζει
αγριοκοιτάξει
αγριοκοιτάζεται
αγριοκοιταχτεί
1 pl
αγριοκοιτάζουμε , [‑ομε ]
αγριοκοιτάξουμε , [‑ομε ]
αγριοκοιταζόμαστε
αγριοκοιταχτούμε
2 pl
αγριοκοιτάζετε
αγριοκοιτάξετε
αγριοκοιτάζεστε , αγριοκοιταζόσαστε
αγριοκοιταχτείτε
3 pl
αγριοκοιτάζουν (ε )
αγριοκοιτάξουν (ε )
αγριοκοιτάζονται
αγριοκοιταχτούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αγριοκοίταζα
αγριοκοίταξα
αγριοκοιταζόμουν (α )
αγριοκοιτάχτηκα
2 sg
αγριοκοίταζες
αγριοκοίταξες
αγριοκοιταζόσουν (α )
αγριοκοιτάχτηκες
3 sg
αγριοκοίταζε
αγριοκοίταξε
αγριοκοιταζόταν (ε )
αγριοκοιτάχτηκε
1 pl
αγριοκοιτάζαμε
αγριοκοιτάξαμε
αγριοκοιταζόμασταν , (‑όμαστε )
αγριοκοιταχτήκαμε
2 pl
αγριοκοιτάζατε
αγριοκοιτάξατε
αγριοκοιταζόσασταν , (‑όσαστε )
αγριοκοιταχτήκατε
3 pl
αγριοκοίταζαν , αγριοκοιτάζαν (ε )
αγριοκοίταξαν , αγριοκοιτάξαν (ε )
αγριοκοιτάζονταν , (αγριοκοιταζόντουσαν )
αγριοκοιτάχτηκαν , αγριοκοιταχτήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αγριοκοιτάζω ➤
θα αγριοκοιτάξω ➤
θα αγριοκοιτάζομαι ➤
θα αγριοκοιταχτώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αγριοκοιτάζεις , …
θα αγριοκοιτάξεις , …
θα αγριοκοιτάζεσαι , …
θα αγριοκοιταχτείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αγριοκοιτάξει
έχω, έχεις, … αγριοκοιταχτεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αγριοκοιτάξει
είχα, είχες, … αγριοκοιταχτεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αγριοκοιτάξει
θα έχω, θα έχεις, … αγριοκοιταχτεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αγριοκοίταζε
αγριοκοίταξε , αγριοκοίταχ' 1
—
αγριοκοιτάξου
2 pl
αγριοκοιτάζετε
αγριοκοιτάξτε , αγριοκοιτάχτε 2
αγριοκοιτάζεστε
αγριοκοιταχτείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αγριοκοιτάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αγριοκοιτάξει ➤
αγριοκοιταγμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αγριοκοιτάξει
αγριοκοιταχτεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. αγριοκοίταχ' τον ("look at him angrily!") 2. Colloquial. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.