Jump to content

αγριοκοίταγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αγριοκοίταγμα (agriokoítagman (plural αγριοκοιτάγματα)

  1. glare, scowl (fierce, frowning look)

Declension

[edit]
Declension of αγριοκοίταγμα
singular plural
nominative αγριοκοίταγμα (agriokoítagma) αγριοκοιτάγματα (agriokoitágmata)
genitive αγριοκοιτάγματος (agriokoitágmatos) αγριοκοιταγμάτων (agriokoitagmáton)
accusative αγριοκοίταγμα (agriokoítagma) αγριοκοιτάγματα (agriokoitágmata)
vocative αγριοκοίταγμα (agriokoítagma) αγριοκοιτάγματα (agriokoitágmata)
[edit]