απηλλαγμένος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀπηλλαγμένος
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- απαλλαγμένος (apallagménos) (standard)
Etymology
[edit]Learnedly, from the Ancient Greek ἀπηλλαγμένος (apēllagménos), perfect passive participle of ἀπαλλάσσω (apallássō). Form of απαλλαγμένος (apallagménos), retaining the ancient combining forms (ἀπό) ἀπ- ((apó) ap-) and the participle ἠλλᾰγμένος (ēllagménos)
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]απηλλαγμένος • (apillagménos) m (feminine απηλλαγμένη, neuter απηλλαγμένο)
- (dated) dated or formal form of απαλλαγμένος (apallagménos)
Declension
[edit]Declension of απηλλαγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απηλλαγμένος • | απηλλαγμένη • | απηλλαγμένο • | απηλλαγμένοι • | απηλλαγμένες • | απηλλαγμένα • |
genitive | απηλλαγμένου • | απηλλαγμένης • | απηλλαγμένου • | απηλλαγμένων • | απηλλαγμένων • | απηλλαγμένων • |
accusative | απηλλαγμένο • | απηλλαγμένη • | απηλλαγμένο • | απηλλαγμένους • | απηλλαγμένες • | απηλλαγμένα • |
vocative | απηλλαγμένε • | απηλλαγμένη • | απηλλαγμένο • | απηλλαγμένοι • | απηλλαγμένες • | απηλλαγμένα • |