Jump to content

απηλλαγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from the Ancient Greek ἀπηλλαγμένος (apēllagménos), perfect passive participle of ἀπαλλάσσω (apallássō). Form of απαλλαγμένος (apallagménos), retaining the ancient combining forms (ἀπό) ἀπ- ((apó) ap-) and the participle ἠλλᾰγμένος (ēllagménos)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.pi.laɣˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧πηλ‧λαγ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

απηλλαγμένος (apillagménosm (feminine απηλλαγμένη, neuter απηλλαγμένο)

  1. (dated) dated or formal form of απαλλαγμένος (apallagménos)

Declension

[edit]
Declension of απηλλαγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απηλλαγμένος (apillagménos) απηλλαγμένη (apillagméni) απηλλαγμένο (apillagméno) απηλλαγμένοι (apillagménoi) απηλλαγμένες (apillagménes) απηλλαγμένα (apillagména)
genitive απηλλαγμένου (apillagménou) απηλλαγμένης (apillagménis) απηλλαγμένου (apillagménou) απηλλαγμένων (apillagménon) απηλλαγμένων (apillagménon) απηλλαγμένων (apillagménon)
accusative απηλλαγμένο (apillagméno) απηλλαγμένη (apillagméni) απηλλαγμένο (apillagméno) απηλλαγμένους (apillagménous) απηλλαγμένες (apillagménes) απηλλαγμένα (apillagména)
vocative απηλλαγμένε (apillagméne) απηλλαγμένη (apillagméni) απηλλαγμένο (apillagméno) απηλλαγμένοι (apillagménoi) απηλλαγμένες (apillagménes) απηλλαγμένα (apillagména)