Jump to content

αποκλεισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αποκλείομαι (apokleíomai), passive voice of αποκλείω (block out; exclude). Morphologically, απο- (apo-) +‎ κλεισμένος (kleisménos, closed)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.kliˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧πο‧κλει‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αποκλεισμένος (apokleisménosm (feminine αποκλεισμένη, neuter αποκλεισμένο)

  1. blocked, shut out
  2. banned
  3. excluded

Declension

[edit]
Declension of αποκλεισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποκλεισμένος (apokleisménos) αποκλεισμένη (apokleisméni) αποκλεισμένο (apokleisméno) αποκλεισμένοι (apokleisménoi) αποκλεισμένες (apokleisménes) αποκλεισμένα (apokleisména)
genitive αποκλεισμένου (apokleisménou) αποκλεισμένης (apokleisménis) αποκλεισμένου (apokleisménou) αποκλεισμένων (apokleisménon) αποκλεισμένων (apokleisménon) αποκλεισμένων (apokleisménon)
accusative αποκλεισμένο (apokleisméno) αποκλεισμένη (apokleisméni) αποκλεισμένο (apokleisméno) αποκλεισμένους (apokleisménous) αποκλεισμένες (apokleisménes) αποκλεισμένα (apokleisména)
vocative αποκλεισμένε (apokleisméne) αποκλεισμένη (apokleisméni) αποκλεισμένο (apokleisméno) αποκλεισμένοι (apokleisménoi) αποκλεισμένες (apokleisménes) αποκλεισμένα (apokleisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκλεισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκλεισμένος, etc.)

[edit]