απομακρυσμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect passive participle of απομακρύνομαι (apomakrýnomai), passive voice of απομακρύνω (apomakrýno, “keep off at a distance”)
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]απομακρυσμένος • (apomakrysménos) m (feminine απομακρυσμένη, neuter απομακρυσμένο)
Declension
[edit]Declension of απομακρυσμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απομακρυσμένος • | απομακρυσμένη • | απομακρυσμένο • | απομακρυσμένοι • | απομακρυσμένες • | απομακρυσμένα • |
genitive | απομακρυσμένου • | απομακρυσμένης • | απομακρυσμένου • | απομακρυσμένων • | απομακρυσμένων • | απομακρυσμένων • |
accusative | απομακρυσμένο • | απομακρυσμένη • | απομακρυσμένο • | απομακρυσμένους • | απομακρυσμένες • | απομακρυσμένα • |
vocative | απομακρυσμένε • | απομακρυσμένη • | απομακρυσμένο • | απομακρυσμένοι • | απομακρυσμένες • | απομακρυσμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απομακρυσμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απομακρυσμένος, etc.) |
Related terms
[edit]- see: απομακρύνω (apomakrýno, “to remove”)
Further reading
[edit]- απομακρυσμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language