Jump to content

αποστειρωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αποστειρώνομαι (aposteirónomai), passive voice of αποστειρώνω (aposteiróno, sterilise)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.sti.ɾoˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧πο‧στει‧ρω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αποστειρωμένος (aposteiroménosm (feminine αποστειρωμένη, neuter αποστειρωμένο)

  1. sterile, sterilised (UK), sterilized (US)

Declension

[edit]
Declension of αποστειρωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποστειρωμένος (aposteiroménos) αποστειρωμένη (aposteiroméni) αποστειρωμένο (aposteiroméno) αποστειρωμένοι (aposteiroménoi) αποστειρωμένες (aposteiroménes) αποστειρωμένα (aposteiroména)
genitive αποστειρωμένου (aposteiroménou) αποστειρωμένης (aposteiroménis) αποστειρωμένου (aposteiroménou) αποστειρωμένων (aposteiroménon) αποστειρωμένων (aposteiroménon) αποστειρωμένων (aposteiroménon)
accusative αποστειρωμένο (aposteiroméno) αποστειρωμένη (aposteiroméni) αποστειρωμένο (aposteiroméno) αποστειρωμένους (aposteiroménous) αποστειρωμένες (aposteiroménes) αποστειρωμένα (aposteiroména)
vocative αποστειρωμένε (aposteiroméne) αποστειρωμένη (aposteiroméni) αποστειρωμένο (aposteiroméno) αποστειρωμένοι (aposteiroménoi) αποστειρωμένες (aposteiroménes) αποστειρωμένα (aposteiroména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποστειρωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποστειρωμένος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]