From Wiktionary, the free dictionary
From Hellenistic Koine Greek ἀποστειρῶ ( aposteirô ) , contracted form of ἀποστειρόω ( aposteiróō ) + -ώνω ( -óno , suffix for verbs ) . By surface analysis , απο- ( apo- ) + στειρώνω ( steiróno , “ sterilise ” ) .
IPA (key ) : /a.po.stiˈɾo.no/
Hyphenation: α‧πο‧στει‧ρώ‧νω
αποστειρώνω • (aposteiróno ) (past αποστείρωσα , passive αποστειρώνομαι )
( microbiology , medicine ) to sterilise ( UK ) , sterilize ( US ) , to pasteurise ( UK ) , pasteurize ( US )
Synonym: παστεριώνω ( pasterióno )
αποστειρώνω αποστειρώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποστειρώνω
αποστειρώσω
αποστειρώνομαι
αποστειρωθώ
2 sg
αποστειρώνεις
αποστειρώσεις
αποστειρώνεσαι
αποστειρωθείς
3 sg
αποστειρώνει
αποστειρώσει
αποστειρώνεται
αποστειρωθεί
1 pl
αποστειρώνουμε , [‑ομε ]
αποστειρώσουμε , [‑ομε ]
αποστειρωνόμαστε
αποστειρωθούμε
2 pl
αποστειρώνετε
αποστειρώσετε
αποστειρώνεστε , αποστειρωνόσαστε
αποστειρωθείτε
3 pl
αποστειρώνουν (ε )
αποστειρώσουν (ε )
αποστειρώνονται
αποστειρωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποστείρωνα
αποστείρωσα
αποστειρωνόμουν (α )
αποστειρώθηκα
2 sg
αποστείρωνες
αποστείρωσες
αποστειρωνόσουν (α )
αποστειρώθηκες
3 sg
αποστείρωνε
αποστείρωσε
αποστειρωνόταν (ε )
αποστειρώθηκε
1 pl
αποστειρώναμε
αποστειρώσαμε
αποστειρωνόμασταν , (‑όμαστε )
αποστειρωθήκαμε
2 pl
αποστειρώνατε
αποστειρώσατε
αποστειρωνόσασταν , (‑όσαστε )
αποστειρωθήκατε
3 pl
αποστείρωναν , αποστειρώναν (ε )
αποστείρωσαν , αποστειρώσαν (ε )
αποστειρώνονταν , (αποστειρωνόντουσαν )
αποστειρώθηκαν , αποστειρωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποστειρώνω ➤
θα αποστειρώσω ➤
θα αποστειρώνομαι ➤
θα αποστειρωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποστειρώνεις , …
θα αποστειρώσεις , …
θα αποστειρώνεσαι , …
θα αποστειρωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποστειρώσει έχω, έχεις, … αποστειρωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποστειρωθεί είμαι , είσαι , … αποστειρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποστειρώσει είχα, είχες, … αποστειρωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποστειρωθεί ήμουν , ήσουν , … αποστειρωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποστειρώσει θα έχω, θα έχεις, … αποστειρωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποστειρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποστειρωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αποστείρωνε
αποστείρωσε
—
αποστειρώσου
2 pl
αποστειρώνετε
αποστειρώστε
αποστειρώνεστε
αποστειρωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποστειρώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποστειρώσει ➤
αποστειρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποστειρώσει
αποστειρωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
αποστειρωμένος ( aposteiroménos , “ sterilised ” , participle ) αποστείρωση f ( aposteírosi , “ sterilisation ” ) αποστειρωτήρας m ( aposteirotíras , “ steriliser ” ) αποστειρωτικός ( aposteirotikós , “ sterilising ” , adjective ) στειρώνω ( steiróno , “ to sterilise, to neuter ” ) στείρωση f ( steírosi , “ sterilisation, neutering ” )