Jump to content

ανταποδομένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Participle

[edit]

ανταποδομένος (antapodoménosm (feminine ανταποδομένη, neuter ανταποδομένο)

  1. perfect passive participle of ανταποδίδω (antapodído): returned, given in return

Declension

[edit]
Declension of ανταποδομένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανταποδομένος (antapodoménos) ανταποδομένη (antapodoméni) ανταποδομένο (antapodoméno) ανταποδομένοι (antapodoménoi) ανταποδομένες (antapodoménes) ανταποδομένα (antapodoména)
genitive ανταποδομένου (antapodoménou) ανταποδομένης (antapodoménis) ανταποδομένου (antapodoménou) ανταποδομένων (antapodoménon) ανταποδομένων (antapodoménon) ανταποδομένων (antapodoménon)
accusative ανταποδομένο (antapodoméno) ανταποδομένη (antapodoméni) ανταποδομένο (antapodoméno) ανταποδομένους (antapodoménous) ανταποδομένες (antapodoménes) ανταποδομένα (antapodoména)
vocative ανταποδομένε (antapodoméne) ανταποδομένη (antapodoméni) ανταποδομένο (antapodoméno) ανταποδομένοι (antapodoménoi) ανταποδομένες (antapodoménes) ανταποδομένα (antapodoména)
[edit]