αλατισμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αλατίζομαι (alatízomai), passive voice of αλατίζω (to salt).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.la.tiˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧λα‧τι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αλατισμένος (alatisménosm (feminine αλατισμένη, neuter αλατισμένο)

  1. salty, salted (stresses the addition of salt).

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλατισμένος (alatisménos) αλατισμένη (alatisméni) αλατισμένο (alatisméno) αλατισμένοι (alatisménoi) αλατισμένες (alatisménes) αλατισμένα (alatisména)
genitive αλατισμένου (alatisménou) αλατισμένης (alatisménis) αλατισμένου (alatisménou) αλατισμένων (alatisménon) αλατισμένων (alatisménon) αλατισμένων (alatisménon)
accusative αλατισμένο (alatisméno) αλατισμένη (alatisméni) αλατισμένο (alatisméno) αλατισμένους (alatisménous) αλατισμένες (alatisménes) αλατισμένα (alatisména)
vocative αλατισμένε (alatisméne) αλατισμένη (alatisméni) αλατισμένο (alatisméno) αλατισμένοι (alatisménoi) αλατισμένες (alatisménes) αλατισμένα (alatisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλατισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλατισμένος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]