Jump to content

ιδρωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Participle

[edit]

ιδρωμένος (idroménosm (feminine ιδρωμένη, neuter ιδρωμένο)

  1. sweaty

Declension

[edit]
Declension of ιδρωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδρωμένος (idroménos) ιδρωμένη (idroméni) ιδρωμένο (idroméno) ιδρωμένοι (idroménoi) ιδρωμένες (idroménes) ιδρωμένα (idroména)
genitive ιδρωμένου (idroménou) ιδρωμένης (idroménis) ιδρωμένου (idroménou) ιδρωμένων (idroménon) ιδρωμένων (idroménon) ιδρωμένων (idroménon)
accusative ιδρωμένο (idroméno) ιδρωμένη (idroméni) ιδρωμένο (idroméno) ιδρωμένους (idroménous) ιδρωμένες (idroménes) ιδρωμένα (idroména)
vocative ιδρωμένε (idroméne) ιδρωμένη (idroméni) ιδρωμένο (idroméno) ιδρωμένοι (idroménoi) ιδρωμένες (idroménes) ιδρωμένα (idroména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδρωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδρωμένος, etc.)

[edit]