Jump to content

ευχαριστημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of ευχαριστιέμαι (efcharistiémai) and ευχαριστούμαι (efcharistoúmai), passive voices of ευχαριστώ (thank; I please).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.fxa.ɾi.stiˈme.nos/
  • Hyphenation: ευ‧χα‧ρι‧στη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

ευχαριστημένος (efcharistiménosm (feminine ευχαριστημένη, neuter ευχαριστημένο)

  1. pleased (chiefly used adjectively)
    Ευχαριστημένος με την απόδοση στο χρηματιστήριο, αγόρασε όλες τις μετοχές και καταστράφηκε.
    Efcharistiménos me tin apódosi sto chrimatistírio, agórase óles tis metochés kai katastráfike.
    Being pleased with the performance of the stockmarket, he bought all the shares and was ruined.
    Είμαι πολύ ευχαριστημένος με τους μαθητές μου. Έγραψαν καλά στις εξετάσεις.
    Eímai polý efcharistiménos me tous mathités mou. Égrapsan kalá stis exetáseis.
    I am very pleased with my students. They have done (written) well in the exams.

Declension

[edit]
Declension of ευχαριστημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευχαριστημένος (efcharistiménos) ευχαριστημένη (efcharistiméni) ευχαριστημένο (efcharistiméno) ευχαριστημένοι (efcharistiménoi) ευχαριστημένες (efcharistiménes) ευχαριστημένα (efcharistiména)
genitive ευχαριστημένου (efcharistiménou) ευχαριστημένης (efcharistiménis) ευχαριστημένου (efcharistiménou) ευχαριστημένων (efcharistiménon) ευχαριστημένων (efcharistiménon) ευχαριστημένων (efcharistiménon)
accusative ευχαριστημένο (efcharistiméno) ευχαριστημένη (efcharistiméni) ευχαριστημένο (efcharistiméno) ευχαριστημένους (efcharistiménous) ευχαριστημένες (efcharistiménes) ευχαριστημένα (efcharistiména)
vocative ευχαριστημένε (efcharistiméne) ευχαριστημένη (efcharistiméni) ευχαριστημένο (efcharistiméno) ευχαριστημένοι (efcharistiménoi) ευχαριστημένες (efcharistiménes) ευχαριστημένα (efcharistiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευχαριστημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευχαριστημένος, etc.)

[edit]