ευχαριστημένος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of ευχαριστιέμαι (efcharistiémai) and ευχαριστούμαι (efcharistoúmai), passive voices of ευχαριστώ (“thank; I please”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]ευχαριστημένος • (efcharistiménos) m (feminine ευχαριστημένη, neuter ευχαριστημένο)
- pleased (chiefly used adjectively)
- Ευχαριστημένος με την απόδοση στο χρηματιστήριο, αγόρασε όλες τις μετοχές και καταστράφηκε.
- Efcharistiménos me tin apódosi sto chrimatistírio, agórase óles tis metochés kai katastráfike.
- Being pleased with the performance of the stockmarket, he bought all the shares and was ruined.
- Είμαι πολύ ευχαριστημένος με τους μαθητές μου. Έγραψαν καλά στις εξετάσεις.
- Eímai polý efcharistiménos me tous mathités mou. Égrapsan kalá stis exetáseis.
- I am very pleased with my students. They have done (written) well in the exams.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ευχαριστημένος (efcharistiménos) | ευχαριστημένη (efcharistiméni) | ευχαριστημένο (efcharistiméno) | ευχαριστημένοι (efcharistiménoi) | ευχαριστημένες (efcharistiménes) | ευχαριστημένα (efcharistiména) | |
genitive | ευχαριστημένου (efcharistiménou) | ευχαριστημένης (efcharistiménis) | ευχαριστημένου (efcharistiménou) | ευχαριστημένων (efcharistiménon) | ευχαριστημένων (efcharistiménon) | ευχαριστημένων (efcharistiménon) | |
accusative | ευχαριστημένο (efcharistiméno) | ευχαριστημένη (efcharistiméni) | ευχαριστημένο (efcharistiméno) | ευχαριστημένους (efcharistiménous) | ευχαριστημένες (efcharistiménes) | ευχαριστημένα (efcharistiména) | |
vocative | ευχαριστημένε (efcharistiméne) | ευχαριστημένη (efcharistiméni) | ευχαριστημένο (efcharistiméno) | ευχαριστημένοι (efcharistiménoi) | ευχαριστημένες (efcharistiménes) | ευχαριστημένα (efcharistiména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευχαριστημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευχαριστημένος, etc.)
Related terms
[edit]- ευχαριστία f (efcharistía, “thanking”)
- and see: ευχάριστος (efcháristos, “pleasant”)