ενωμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect passive participle of ενώνω (enóno).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]ενωμένος • (enoménos) m (feminine ενωμένη, neuter ενωμένο)
Usage notes
[edit]In the names of countries, organisations, etc. (and, by extension, their frequently encountered initialisms), the otherwise unusual ηνωμένος (inoménos) occurs (e.g. Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Inoménes Politeíes tis Amerikís, “United States of America”) and ΗΠΑ (IPA, “USA”), see there for more examples).
Declension
[edit]Declension of ενωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενωμένος • | ενωμένη • | ενωμένο • | ενωμένοι • | ενωμένες • | ενωμένα • |
genitive | ενωμένου • | ενωμένης • | ενωμένου • | ενωμένων • | ενωμένων • | ενωμένων • |
accusative | ενωμένο • | ενωμένη • | ενωμένο • | ενωμένους • | ενωμένες • | ενωμένα • |
vocative | ενωμένε • | ενωμένη • | ενωμένο • | ενωμένοι • | ενωμένες • | ενωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενωμένος, etc.) |