Jump to content

εξοργισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ksoɾ.ʝiˈzme.nos/

Participle

[edit]

εξοργισμένος (exorgisménosm (feminine εξοργισμένη, neuter εξοργισμένο)

  1. passive perfect participle of εξοργίζομαι (exorgízomai) and εξοργίζω (exorgízo): enraged, furious, incensed, infuriated, outraged

Declension

[edit]
Declension of εξοργισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξοργισμένος (exorgisménos) εξοργισμένη (exorgisméni) εξοργισμένο (exorgisméno) εξοργισμένοι (exorgisménoi) εξοργισμένες (exorgisménes) εξοργισμένα (exorgisména)
genitive εξοργισμένου (exorgisménou) εξοργισμένης (exorgisménis) εξοργισμένου (exorgisménou) εξοργισμένων (exorgisménon) εξοργισμένων (exorgisménon) εξοργισμένων (exorgisménon)
accusative εξοργισμένο (exorgisméno) εξοργισμένη (exorgisméni) εξοργισμένο (exorgisméno) εξοργισμένους (exorgisménous) εξοργισμένες (exorgisménes) εξοργισμένα (exorgisména)
vocative εξοργισμένε (exorgisméne) εξοργισμένη (exorgisméni) εξοργισμένο (exorgisméno) εξοργισμένοι (exorgisménoi) εξοργισμένες (exorgisménes) εξοργισμένα (exorgisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξοργισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξοργισμένος, etc.)

References

[edit]