ενοποιημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of ενοποιούμαι (enopoioúmai), passive voice of ενοποιώ (“integrate, join”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]ενοποιημένος • (enopoiiménos) m (feminine ενοποιημένη, neuter ενοποιημένο)
Declension
[edit]Declension of ενοποιημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενοποιημένος • | ενοποιημένη • | ενοποιημένο • | ενοποιημένοι • | ενοποιημένες • | ενοποιημένα • |
genitive | ενοποιημένου • | ενοποιημένης • | ενοποιημένου • | ενοποιημένων • | ενοποιημένων • | ενοποιημένων • |
accusative | ενοποιημένο • | ενοποιημένη • | ενοποιημένο • | ενοποιημένους • | ενοποιημένες • | ενοποιημένα • |
vocative | ενοποιημένε • | ενοποιημένη • | ενοποιημένο • | ενοποιημένοι • | ενοποιημένες • | ενοποιημένα • |
Synonyms
[edit]- ενωμένος (enoménos, “joined, united”)
Related terms
[edit]- ΨΔΕΥ (PsDEY, “ISDN”, abbreviation)