ικανοποιημένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of ικανοποιούμαι (ikanopoioúmai), passive voice of ικανοποιώ (to satisfy).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.ka.no.pi.i.ˈme.nos/
  • Hyphenation: ι‧κα‧νο‧ποι‧η‧μέ‧νος

Participle

[edit]

ικανοποιημένος (ikanopoiiménosm (feminine ικανοποιημένη, neuter ικανοποιημένο)

  1. satisfied

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ικανοποιημένος (ikanopoiiménos) ικανοποιημένη (ikanopoiiméni) ικανοποιημένο (ikanopoiiméno) ικανοποιημένοι (ikanopoiiménoi) ικανοποιημένες (ikanopoiiménes) ικανοποιημένα (ikanopoiiména)
genitive ικανοποιημένου (ikanopoiiménou) ικανοποιημένης (ikanopoiiménis) ικανοποιημένου (ikanopoiiménou) ικανοποιημένων (ikanopoiiménon) ικανοποιημένων (ikanopoiiménon) ικανοποιημένων (ikanopoiiménon)
accusative ικανοποιημένο (ikanopoiiméno) ικανοποιημένη (ikanopoiiméni) ικανοποιημένο (ikanopoiiméno) ικανοποιημένους (ikanopoiiménous) ικανοποιημένες (ikanopoiiménes) ικανοποιημένα (ikanopoiiména)
vocative ικανοποιημένε (ikanopoiiméne) ικανοποιημένη (ikanopoiiméni) ικανοποιημένο (ikanopoiiméno) ικανοποιημένοι (ikanopoiiménoi) ικανοποιημένες (ikanopoiiménes) ικανοποιημένα (ikanopoiiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ικανοποιημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ικανοποιημένος, etc.)

Synonyms

[edit]