From Wiktionary, the free dictionary
From Byzantine Greek ἱκανοποιῶ ( hikanopoiô ) , consisting of ἱκανός ( hikanós , “ sufficient, enough ” ) + ποιέω ( poiéō , “ to make ” ) , Calque of Latin satisfacio .
IPA (key ) : /i.ka.no.piˈo/
Hyphenation: ι‧κα‧νο‧ποι‧ώ
ικανοποιώ • (ikanopoió ) (past ικανοποίησα , passive ικανοποιούμαι , p‑past ικανοποιήθηκα , ppp ικανοποιημένος )
to satisfy , fulfill , gratify
ικανοποιώ , ικανοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ικανοποιώ
ικανοποιήσω
ικανοποιούμαι
ικανοποιηθώ
2 sg
ικανοποιείς
ικανοποιήσεις
ικανοποιείσαι
ικανοποιηθείς
3 sg
ικανοποιεί
ικανοποιήσει
ικανοποιείται
ικανοποιηθεί
1 pl
ικανοποιούμε
ικανοποιήσουμε , [-ομε ]
ικανοποιούμαστε , ικανοποιόμαστε
ικανοποιηθούμε
2 pl
ικανοποιείτε
ικανοποιήσετε
ικανοποιείστε , (ικανοποιόσαστε )
ικανοποιηθείτε
3 pl
ικανοποιούν (ε )
ικανοποιήσουν (ε )
ικανοποιούνται
ικανοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ικανοποιούσα
ικανοποίησα
ικανοποιούμουν (α ), ικανοποιόμουν (α )
ικανοποιήθηκα
2 sg
ικανοποιούσες
ικανοποίησες
[ικανοποιούσουν (α )], ικανοποιόσουν (α )
ικανοποιήθηκες
3 sg
ικανοποιούσε
ικανοποίησε
ικανοποιούνταν , ικανοποιόταν (ε ), {ικανοποιείτο }
ικανοποιήθηκε
1 pl
ικανοποιούσαμε
ικανοποιήσαμε
ικανοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), ικανοποιόμασταν , (‑όμαστε )
ικανοποιηθήκαμε
2 pl
ικανοποιούσατε
ικανοποιήσατε
[ικανοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], ικανοποιόσασταν , (‑όσαστε )
ικανοποιηθήκατε
3 pl
ικανοποιούσαν (ε )
ικανοποίησαν , ικανοποιήσαν (ε )
ικανοποιούνταν , ικανοποιόνταν (ε ), (ικανοποιόντουσαν ), {ικανοποιούντο }
ικανοποιήθηκαν , ικανοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ικανοποιώ ➤
θα ικανοποιήσω ➤
θα ικανοποιούμαι ➤
θα ικανοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ικανοποιείς , …
θα ικανοποιήσεις , …
θα ικανοποιείσαι , …
θα ικανοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ικανοποιήσει έχω, έχεις, … ικανοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ικανοποιηθεί είμαι , είσαι , … ικανοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ικανοποιήσει είχα, είχες, … ικανοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ικανοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … ικανοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ικανοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ικανοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ικανοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ικανοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ικανοποίησε
—
ικανοποιήσου
2 pl
ικανοποιείτε
ικανοποιήστε
ικανοποιείστε
ικανοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ικανοποιώντας ➤
ικανοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ικανοποιήσει ➤
ικανοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ικανοποιήσει
ικανοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.