ερωτημένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of ερωτώμαι (erotómai), passive voice of ερωτώ (ask).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ɾo.tiˈme.nos/
  • Hyphenation: ε‧ρω‧τη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

ερωτημένος (erotiménosm (feminine ερωτημένη, neuter ερωτημένο)

  1. asked

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ερωτημένος (erotiménos) ερωτημένη (erotiméni) ερωτημένο (erotiméno) ερωτημένοι (erotiménoi) ερωτημένες (erotiménes) ερωτημένα (erotiména)
genitive ερωτημένου (erotiménou) ερωτημένης (erotiménis) ερωτημένου (erotiménou) ερωτημένων (erotiménon) ερωτημένων (erotiménon) ερωτημένων (erotiménon)
accusative ερωτημένο (erotiméno) ερωτημένη (erotiméni) ερωτημένο (erotiméno) ερωτημένους (erotiménous) ερωτημένες (erotiménes) ερωτημένα (erotiména)
vocative ερωτημένε (erotiméne) ερωτημένη (erotiméni) ερωτημένο (erotiméno) ερωτημένοι (erotiménoi) ερωτημένες (erotiménes) ερωτημένα (erotiména)

See also

[edit]