Jump to content

εκνευρισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of εκνευρίζομαι (eknevrízomai), passive voice of εκνευρίζω (eknevrízo, irritate).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ek.ne.vɾiˈzme.nos/
  • Hyphenation: εκ‧νευ‧ρι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

εκνευρισμένος (eknevrisménosm (feminine εκνευρισμένη, neuter εκνευρισμένο)

  1. irritated, nervous

Declension

[edit]
Declension of εκνευρισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκνευρισμένος (eknevrisménos) εκνευρισμένη (eknevrisméni) εκνευρισμένο (eknevrisméno) εκνευρισμένοι (eknevrisménoi) εκνευρισμένες (eknevrisménes) εκνευρισμένα (eknevrisména)
genitive εκνευρισμένου (eknevrisménou) εκνευρισμένης (eknevrisménis) εκνευρισμένου (eknevrisménou) εκνευρισμένων (eknevrisménon) εκνευρισμένων (eknevrisménon) εκνευρισμένων (eknevrisménon)
accusative εκνευρισμένο (eknevrisméno) εκνευρισμένη (eknevrisméni) εκνευρισμένο (eknevrisméno) εκνευρισμένους (eknevrisménous) εκνευρισμένες (eknevrisménes) εκνευρισμένα (eknevrisména)
vocative εκνευρισμένε (eknevrisméne) εκνευρισμένη (eknevrisméni) εκνευρισμένο (eknevrisméno) εκνευρισμένοι (eknevrisménoi) εκνευρισμένες (eknevrisménes) εκνευρισμένα (eknevrisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκνευρισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκνευρισμένος, etc.)

Synonyms

[edit]