επανειλημμένος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Formal, perfect tense participle in the fashion of the ancient participles, of the verb επαναλαμβάνομαι (epanalamvánomai, “I am repeated”), passive voice of modern επαναλαμβάνω or ancient ἐπαναλαμβάνω. Morphologically from επανα- (“again”) + ancient εἰλημμένος (eilēmménos, “who has been admitted”) or modern ειλημμένος (“who has been taken”). For spelling discussion see Etymology of ειλημμένος. Possibly,[1] also a semantic loan of the English repeated.
Pronunciation
[edit]- IPA(key): /e.pa.ni.liˈme.nos/
- Hyphenation: ε‧πα‧νει‧λημ‧μέ‧νος
- Homophone: επανειλημμένως (epaneilimménos)
Participle
[edit]επανειλημμένος • (epaneilimménos) m (feminine επανειλημμένη, neuter επανειλημμένο)
- repeated (persistently)
- Οι επανειλημμένες μου εκκλήσεις δεν εισακούστηκαν.
- Oi epaneilimménes mou ekklíseis den eisakoústikan.
- My repeated appeals were not heard favourably.
- older spelling: ἐπανειλημμένος (epaneilēmménos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επανειλημμένος (epaneilimménos) | επανειλημμένη (epaneilimméni) | επανειλημμένο (epaneilimméno) | επανειλημμένοι (epaneilimménoi) | επανειλημμένες (epaneilimménes) | επανειλημμένα (epaneilimména) | |
genitive | επανειλημμένου (epaneilimménou) | επανειλημμένης (epaneilimménis) | επανειλημμένου (epaneilimménou) | επανειλημμένων (epaneilimménon) | επανειλημμένων (epaneilimménon) | επανειλημμένων (epaneilimménon) | |
accusative | επανειλημμένο (epaneilimméno) | επανειλημμένη (epaneilimméni) | επανειλημμένο (epaneilimméno) | επανειλημμένους (epaneilimménous) | επανειλημμένες (epaneilimménes) | επανειλημμένα (epaneilimména) | |
vocative | επανειλημμένε (epaneilimméne) | επανειλημμένη (epaneilimméni) | επανειλημμένο (epaneilimméno) | επανειλημμένοι (epaneilimménoi) | επανειλημμένες (epaneilimménes) | επανειλημμένα (epaneilimména) |
Synonyms
[edit]- επαναλαμβανόμενος (epanalamvanómenos, “repeated”, present participle)
Derived terms
[edit]- επανειλημμένα (epaneilimména, “repeatedly”, adverb)
- επανειλημμένως (epaneilimménos, “repeatedly”, adverb) (formal)
Related terms
[edit]- επαναληπτικός (epanaliptikós, “repeating”)
- ειλημμένος (eilimménos, “taken”, participle)
- επανάληψη f (epanálipsi, “repetition”)
- and see: λαμβάνω (lamváno, “receive”)
References
[edit]- ^ επανειλημμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language