Jump to content

κατοικημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of κατοικούμαι (katoikoúmai), passive voice of κατοικώ (inhabit).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.ti.ciˈme.nos/
  • Hyphenation: κα‧τοι‧κη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

κατοικημένος (katoikiménosm (feminine κατοικημένη, neuter κατοικημένο)

  1. inhabited, residential

Declension

[edit]
Declension of κατοικημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατοικημένος (katoikiménos) κατοικημένη (katoikiméni) κατοικημένο (katoikiméno) κατοικημένοι (katoikiménoi) κατοικημένες (katoikiménes) κατοικημένα (katoikiména)
genitive κατοικημένου (katoikiménou) κατοικημένης (katoikiménis) κατοικημένου (katoikiménou) κατοικημένων (katoikiménon) κατοικημένων (katoikiménon) κατοικημένων (katoikiménon)
accusative κατοικημένο (katoikiméno) κατοικημένη (katoikiméni) κατοικημένο (katoikiméno) κατοικημένους (katoikiménous) κατοικημένες (katoikiménes) κατοικημένα (katoikiména)
vocative κατοικημένε (katoikiméne) κατοικημένη (katoikiméni) κατοικημένο (katoikiméno) κατοικημένοι (katoikiménoi) κατοικημένες (katoikiménes) κατοικημένα (katoikiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατοικημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατοικημένος, etc.)

Antonyms

[edit]
[edit]