Jump to content

ακατοίκητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek ἀκατοίκητος (akatoíkētos), from α- (a-) +‎ κατοικη- (katoiki-) +‎ -τος (-tos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.kaˈti.ci.tos/
  • Hyphenation: α‧κα‧τοί‧κη‧τος

Adjective

[edit]

ακατοίκητος (akatoíkitosm (feminine ακατοίκητη, neuter ακατοίκητο)

  1. uninhabitable
  2. uninhabited

Declension

[edit]
Declension of ακατοίκητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατοίκητος (akatoíkitos) ακατοίκητη (akatoíkiti) ακατοίκητο (akatoíkito) ακατοίκητοι (akatoíkitoi) ακατοίκητες (akatoíkites) ακατοίκητα (akatoíkita)
genitive ακατοίκητου (akatoíkitou) ακατοίκητης (akatoíkitis) ακατοίκητου (akatoíkitou) ακατοίκητων (akatoíkiton) ακατοίκητων (akatoíkiton) ακατοίκητων (akatoíkiton)
accusative ακατοίκητο (akatoíkito) ακατοίκητη (akatoíkiti) ακατοίκητο (akatoíkito) ακατοίκητους (akatoíkitous) ακατοίκητες (akatoíkites) ακατοίκητα (akatoíkita)
vocative ακατοίκητε (akatoíkite) ακατοίκητη (akatoíkiti) ακατοίκητο (akatoíkito) ακατοίκητοι (akatoíkitoi) ακατοίκητες (akatoíkites) ακατοίκητα (akatoíkita)

Antonyms

[edit]
[edit]