ακατοίκητος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Byzantine Greek ἀκατοίκητος (akatoíkētos), from α- (a-) + κατοικη- (katoiki-) + -τος (-tos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ακατοίκητος • (akatoíkitos) m (feminine ακατοίκητη, neuter ακατοίκητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακατοίκητος (akatoíkitos) | ακατοίκητη (akatoíkiti) | ακατοίκητο (akatoíkito) | ακατοίκητοι (akatoíkitoi) | ακατοίκητες (akatoíkites) | ακατοίκητα (akatoíkita) | |
genitive | ακατοίκητου (akatoíkitou) | ακατοίκητης (akatoíkitis) | ακατοίκητου (akatoíkitou) | ακατοίκητων (akatoíkiton) | ακατοίκητων (akatoíkiton) | ακατοίκητων (akatoíkiton) | |
accusative | ακατοίκητο (akatoíkito) | ακατοίκητη (akatoíkiti) | ακατοίκητο (akatoíkito) | ακατοίκητους (akatoíkitous) | ακατοίκητες (akatoíkites) | ακατοίκητα (akatoíkita) | |
vocative | ακατοίκητε (akatoíkite) | ακατοίκητη (akatoíkiti) | ακατοίκητο (akatoíkito) | ακατοίκητοι (akatoíkitoi) | ακατοίκητες (akatoíkites) | ακατοίκητα (akatoíkita) |
Antonyms
[edit]- κατοικημένος (katoikiménos, participle)
Related terms
[edit]- κατοικία f (katoikía, “habitation, home”)
- and see: κάτοικος m or f (kátoikos, “inhabitant”)