ακατοίκητα
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακατοίκητα • (akatoíkita)
- nominative neuter plural of ακατοίκητος (akatoíkitos)
- accusative neuter plural of ακατοίκητος (akatoíkitos)
- vocative neuter plural of ακατοίκητος (akatoíkitos)
ακατοίκητα • (akatoíkita)