Jump to content

αραιοκατοικημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αραιοκατοικημένος (araiokatoikiménosm (feminine αραιοκατοικημένη, neuter αραιοκατοικημένο)

  1. thinly/sparsely populated

Declension

[edit]
Declension of αραιοκατοικημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αραιοκατοικημένος (araiokatoikiménos) αραιοκατοικημένη (araiokatoikiméni) αραιοκατοικημένο (araiokatoikiméno) αραιοκατοικημένοι (araiokatoikiménoi) αραιοκατοικημένες (araiokatoikiménes) αραιοκατοικημένα (araiokatoikiména)
genitive αραιοκατοικημένου (araiokatoikiménou) αραιοκατοικημένης (araiokatoikiménis) αραιοκατοικημένου (araiokatoikiménou) αραιοκατοικημένων (araiokatoikiménon) αραιοκατοικημένων (araiokatoikiménon) αραιοκατοικημένων (araiokatoikiménon)
accusative αραιοκατοικημένο (araiokatoikiméno) αραιοκατοικημένη (araiokatoikiméni) αραιοκατοικημένο (araiokatoikiméno) αραιοκατοικημένους (araiokatoikiménous) αραιοκατοικημένες (araiokatoikiménes) αραιοκατοικημένα (araiokatoikiména)
vocative αραιοκατοικημένε (araiokatoikiméne) αραιοκατοικημένη (araiokatoikiméni) αραιοκατοικημένο (araiokatoikiméno) αραιοκατοικημένοι (araiokatoikiménoi) αραιοκατοικημένες (araiokatoikiménes) αραιοκατοικημένα (araiokatoikiména)
[edit]

Further reading

[edit]