ερρινοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Calque of French nasalisation. From έρρινος (érrinos) + -ποίηση (-poíisi) from -ποίησις (-poíēsis).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ερρινοποίηση • (errinopoíisi) f (plural ερρινοποιήσεις)
- (phonetics, phonology) nasalization, the change of the pronunciation of a phoneme, to nasal
- ερρινοποίηση του [ɡ] σε [ŋɡ]
- errinopoíisi tou [ɡ] se [ŋɡ]
- nasalization of [ɡ] to [ŋɡ]
Declension
[edit]Declension of ερρινοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ερρινοποίηση • | ερρινοποιήσεις • | |
genitive | ερρινοποίησης • | ερρινοποιήσεων • | |
accusative | ερρινοποίηση • | ερρινοποιήσεις • | |
vocative | ερρινοποίηση • | ερρινοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ερρινοποιήσεως • |
Synonyms
[edit]- ερρίνωση f (errínosi)
Derived terms
[edit]- προερρινοποίηση f (proerrinopoíisi, “prenasalization”)
- possible verbs for nasalize: ερρινώνω (errinóno), ερρινοποιώ (errinopoió), ρινικοποιώ (rinikopoió)
Related terms
[edit]- ρινικός (rinikós, “nasal”)
- see: έρρινος (érrinos, “nasal”)