ποιοτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ποιότης (poiótis) + -ικός (-ikós). Calque of French qualitatif.
Adjective
[edit]ποιοτικός • (poiotikós) m (feminine ποιοτική, neuter ποιοτικό)
- qualitative
- ποιοτικός έλεγχος (quality control)
- Antonym: ποσοτικός (posotikós)
- of good quality
Declension
[edit]Declension of ποιοτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποιοτικός • | ποιοτική • | ποιοτικό • | ποιοτικοί • | ποιοτικές • | ποιοτικά • |
genitive | ποιοτικού • | ποιοτικής • | ποιοτικού • | ποιοτικών • | ποιοτικών • | ποιοτικών • |
accusative | ποιοτικό • | ποιοτική • | ποιοτικό • | ποιοτικούς • | ποιοτικές • | ποιοτικά • |
vocative | ποιοτικέ • | ποιοτική • | ποιοτικό • | ποιοτικοί • | ποιοτικές • | ποιοτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ποιοτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ποιοτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Related terms
[edit]- ποιότητα (poiótita)
Further reading
[edit]- ποιοτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language