Jump to content

ποιοτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ποιότης (poiótis) +‎ -ικός (-ikós). Calque of French qualitatif.

Adjective

[edit]

ποιοτικός (poiotikósm (feminine ποιοτική, neuter ποιοτικό)

  1. qualitative
    ποιοτικός έλεγχος (quality control)
    Antonym: ποσοτικός (posotikós)
  2. of good quality

Declension

[edit]
Declension of ποιοτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ποιοτικός (poiotikós) ποιοτική (poiotikí) ποιοτικό (poiotikó) ποιοτικοί (poiotikoí) ποιοτικές (poiotikés) ποιοτικά (poiotiká)
genitive ποιοτικού (poiotikoú) ποιοτικής (poiotikís) ποιοτικού (poiotikoú) ποιοτικών (poiotikón) ποιοτικών (poiotikón) ποιοτικών (poiotikón)
accusative ποιοτικό (poiotikó) ποιοτική (poiotikí) ποιοτικό (poiotikó) ποιοτικούς (poiotikoús) ποιοτικές (poiotikés) ποιοτικά (poiotiká)
vocative ποιοτικέ (poiotiké) ποιοτική (poiotikí) ποιοτικό (poiotikó) ποιοτικοί (poiotikoí) ποιοτικές (poiotikés) ποιοτικά (poiotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ποιοτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ποιοτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ποιοτικότερος (poiotikóteros) ποιοτικότερη (poiotikóteri) ποιοτικότερο (poiotikótero) ποιοτικότεροι (poiotikóteroi) ποιοτικότερες (poiotikóteres) ποιοτικότερα (poiotikótera)
genitive ποιοτικότερου (poiotikóterou) ποιοτικότερης (poiotikóteris) ποιοτικότερου (poiotikóterou) ποιοτικότερων (poiotikóteron) ποιοτικότερων (poiotikóteron) ποιοτικότερων (poiotikóteron)
accusative ποιοτικότερο (poiotikótero) ποιοτικότερη (poiotikóteri) ποιοτικότερο (poiotikótero) ποιοτικότερους (poiotikóterous) ποιοτικότερες (poiotikóteres) ποιοτικότερα (poiotikótera)
vocative ποιοτικότερε (poiotikótere) ποιοτικότερη (poiotikóteri) ποιοτικότερο (poiotikótero) ποιοτικότεροι (poiotikóteroi) ποιοτικότερες (poiotikóteres) ποιοτικότερα (poiotikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ποιοτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ποιοτικότατος (poiotikótatos) ποιοτικότατη (poiotikótati) ποιοτικότατο (poiotikótato) ποιοτικότατοι (poiotikótatoi) ποιοτικότατες (poiotikótates) ποιοτικότατα (poiotikótata)
genitive ποιοτικότατου (poiotikótatou) ποιοτικότατης (poiotikótatis) ποιοτικότατου (poiotikótatou) ποιοτικότατων (poiotikótaton) ποιοτικότατων (poiotikótaton) ποιοτικότατων (poiotikótaton)
accusative ποιοτικότατο (poiotikótato) ποιοτικότατη (poiotikótati) ποιοτικότατο (poiotikótato) ποιοτικότατους (poiotikótatous) ποιοτικότατες (poiotikótates) ποιοτικότατα (poiotikótata)
vocative ποιοτικότατε (poiotikótate) ποιοτικότατη (poiotikótati) ποιοτικότατο (poiotikótato) ποιοτικότατοι (poiotikótatoi) ποιοτικότατες (poiotikótates) ποιοτικότατα (poiotikótata)
[edit]

Further reading

[edit]