ποσοτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ποσότης (posótis) + -ικός (-ikós). Calque of French quantitatif.
Adjective
[edit]ποσοτικός • (posotikós) m (feminine ποσοτική, neuter ποσοτικό)
- quantitative
- Antonym: ποιοτικός (poiotikós)
Declension
[edit]Declension of ποσοτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποσοτικός • | ποσοτική • | ποσοτικό • | ποσοτικοί • | ποσοτικές • | ποσοτικά • |
genitive | ποσοτικού • | ποσοτικής • | ποσοτικού • | ποσοτικών • | ποσοτικών • | ποσοτικών • |
accusative | ποσοτικό • | ποσοτική • | ποσοτικό • | ποσοτικούς • | ποσοτικές • | ποσοτικά • |
vocative | ποσοτικέ • | ποσοτική • | ποσοτικό • | ποσοτικοί • | ποσοτικές • | ποσοτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ποσοτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ποσοτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Related terms
[edit]- ποσότητα (posótita)
Further reading
[edit]- ποσοτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language