Jump to content

ημιτελικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ημι- (imi-) +‎ τελικός (telikós), a calque of French demi-finale or English semifinal.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.mi.te.liˈkos/
  • Hyphenation: η‧μι‧τε‧λι‧κός

Adjective

[edit]

ημιτελικός (imitelikósm (feminine ημιτελική, neuter ημιτελικό)

  1. semifinal (attributive)

Declension

[edit]
Declension of ημιτελικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ημιτελικός (imitelikós) ημιτελική (imitelikí) ημιτελικό (imitelikó) ημιτελικοί (imitelikoí) ημιτελικές (imitelikés) ημιτελικά (imiteliká)
genitive ημιτελικού (imitelikoú) ημιτελικής (imitelikís) ημιτελικού (imitelikoú) ημιτελικών (imitelikón) ημιτελικών (imitelikón) ημιτελικών (imitelikón)
accusative ημιτελικό (imitelikó) ημιτελική (imitelikí) ημιτελικό (imitelikó) ημιτελικούς (imitelikoús) ημιτελικές (imitelikés) ημιτελικά (imiteliká)
vocative ημιτελικέ (imiteliké) ημιτελική (imitelikí) ημιτελικό (imitelikó) ημιτελικοί (imitelikoí) ημιτελικές (imitelikés) ημιτελικά (imiteliká)

Derived terms

[edit]

Noun

[edit]

ημιτελικός (imitelikósm (plural ημιτελικοί)

  1. semifinal

Declension

[edit]
Declension of ημιτελικός
singular plural
nominative ημιτελικός (imitelikós) ημιτελικοί (imitelikoí)
genitive ημιτελικού (imitelikoú) ημιτελικών (imitelikón)
accusative ημιτελικό (imitelikó) ημιτελικούς (imitelikoús)
vocative ημιτελικέ (imiteliké) ημιτελικοί (imitelikoí)

References

[edit]
  1. ^ ημιτελικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language