Jump to content

προημιτελικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from προ- (pro-) +‎ ημιτελικός (imitelikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.i.mi.te.liˈkos/
  • Hyphenation: προ‧η‧μι‧τε‧λι‧κός

Adjective

[edit]

προημιτελικός (proïmitelikósm (feminine προημιτελική, neuter προημιτελικό)

  1. quarterfinal (attributive)

Declension

[edit]
Declension of προημιτελικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προημιτελικός (proïmitelikós) προημιτελική (proïmitelikí) προημιτελικό (proïmitelikó) προημιτελικοί (proïmitelikoí) προημιτελικές (proïmitelikés) προημιτελικά (proïmiteliká)
genitive προημιτελικού (proïmitelikoú) προημιτελικής (proïmitelikís) προημιτελικού (proïmitelikoú) προημιτελικών (proïmitelikón) προημιτελικών (proïmitelikón) προημιτελικών (proïmitelikón)
accusative προημιτελικό (proïmitelikó) προημιτελική (proïmitelikí) προημιτελικό (proïmitelikó) προημιτελικούς (proïmitelikoús) προημιτελικές (proïmitelikés) προημιτελικά (proïmiteliká)
vocative προημιτελικέ (proïmiteliké) προημιτελική (proïmitelikí) προημιτελικό (proïmitelikó) προημιτελικοί (proïmitelikoí) προημιτελικές (proïmitelikés) προημιτελικά (proïmiteliká)

Noun

[edit]

προημιτελικός (proïmitelikósm (plural προημιτελικοί)

  1. quarterfinal

Declension

[edit]
Declension of προημιτελικός
singular plural
nominative προημιτελικός (proïmitelikós) προημιτελικοί (proïmitelikoí)
genitive προημιτελικού (proïmitelikoú) προημιτελικών (proïmitelikón)
accusative προημιτελικό (proïmitelikó) προημιτελικούς (proïmitelikoús)
vocative προημιτελικέ (proïmiteliké) προημιτελικοί (proïmitelikoí)

References

[edit]
  1. ^ προημιτελικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language