Jump to content

αντικλεπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-) +‎ κλέπτ(ης) (klépt(is)) (κλέφτης (kléftis)) +‎ -ικός (-ikós). Calque of French antivol.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): [an.di.kle.ptiˈkos]
  • Hyphenation: α‧ντι‧κλε‧πτι‧κός

Adjective

[edit]

αντικλεπτικός (antikleptikósm (feminine αντικλεπτική, neuter αντικλεπτικό)

  1. antitheft
    ο αντικλεπτικός μηχανισμόςo antikleptikós michanismósthe antitheft mechanism/device
    η αντικλεπτική κλειδαριάi antikleptikí kleidariáthe antitheft lock
    το αντικλεπτικό σύστημαto antikleptikó sýstimathe antitheft system

Declension

[edit]
Declension of αντικλεπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικλεπτικός (antikleptikós) αντικλεπτική (antikleptikí) αντικλεπτικό (antikleptikó) αντικλεπτικοί (antikleptikoí) αντικλεπτικές (antikleptikés) αντικλεπτικά (antikleptiká)
genitive αντικλεπτικού (antikleptikoú) αντικλεπτικής (antikleptikís) αντικλεπτικού (antikleptikoú) αντικλεπτικών (antikleptikón) αντικλεπτικών (antikleptikón) αντικλεπτικών (antikleptikón)
accusative αντικλεπτικό (antikleptikó) αντικλεπτική (antikleptikí) αντικλεπτικό (antikleptikó) αντικλεπτικούς (antikleptikoús) αντικλεπτικές (antikleptikés) αντικλεπτικά (antikleptiká)
vocative αντικλεπτικέ (antikleptiké) αντικλεπτική (antikleptikí) αντικλεπτικό (antikleptikó) αντικλεπτικοί (antikleptikoí) αντικλεπτικές (antikleptikés) αντικλεπτικά (antikleptiká)
[edit]

References

[edit]