αντικλεπτικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αντι- (anti-) + κλέπτ(ης) (klépt(is)) (κλέφτης (kléftis)) + -ικός (-ikós). Calque of French antivol.
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αντικλεπτικός • (antikleptikós) m (feminine αντικλεπτική, neuter αντικλεπτικό)
- antitheft
- ο αντικλεπτικός μηχανισμός ― o antikleptikós michanismós ― the antitheft mechanism/device
- η αντικλεπτική κλειδαριά ― i antikleptikí kleidariá ― the antitheft lock
- το αντικλεπτικό σύστημα ― to antikleptikó sýstima ― the antitheft system
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντικλεπτικός (antikleptikós) | αντικλεπτική (antikleptikí) | αντικλεπτικό (antikleptikó) | αντικλεπτικοί (antikleptikoí) | αντικλεπτικές (antikleptikés) | αντικλεπτικά (antikleptiká) | |
genitive | αντικλεπτικού (antikleptikoú) | αντικλεπτικής (antikleptikís) | αντικλεπτικού (antikleptikoú) | αντικλεπτικών (antikleptikón) | αντικλεπτικών (antikleptikón) | αντικλεπτικών (antikleptikón) | |
accusative | αντικλεπτικό (antikleptikó) | αντικλεπτική (antikleptikí) | αντικλεπτικό (antikleptikó) | αντικλεπτικούς (antikleptikoús) | αντικλεπτικές (antikleptikés) | αντικλεπτικά (antikleptiká) | |
vocative | αντικλεπτικέ (antikleptiké) | αντικλεπτική (antikleptikí) | αντικλεπτικό (antikleptikó) | αντικλεπτικοί (antikleptikoí) | αντικλεπτικές (antikleptikés) | αντικλεπτικά (antikleptiká) |
Related terms
[edit]References
[edit]- αντικλεπτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language