Jump to content

δημοσιότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from δημόσι(ος) (dimósi(os)) +‎ -ότητα (-ótita), a loose calque of French publicité.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.mo.siˈo.ti.ta/
  • Hyphenation: δη‧μο‧σι‧ό‧τη‧τα

Noun

[edit]

δημοσιότητα (dimosiótitaf

  1. publicity

Declension

[edit]
Declension of δημοσιότητα
singular plural
nominative δημοσιότητα (dimosiótita) δημοσιότητες (dimosiótites)
genitive δημοσιότητας (dimosiótitas) δημοσιοτήτων (dimosiotíton)
accusative δημοσιότητα (dimosiótita) δημοσιότητες (dimosiótites)
vocative δημοσιότητα (dimosiótita) δημοσιότητες (dimosiótites)

References

[edit]
  1. ^ δημοσιότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language