Jump to content

συνεχόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συνεχόμενος (synechómenosm (feminine συνεχόμενη, neuter συνεχόμενο)

  1. contiguous, connected, abutting, adjacent

Declension

[edit]
Declension of συνεχόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνεχόμενος (synechómenos) συνεχόμενη (synechómeni) συνεχόμενο (synechómeno) συνεχόμενοι (synechómenoi) συνεχόμενες (synechómenes) συνεχόμενα (synechómena)
genitive συνεχόμενου (synechómenou) συνεχόμενης (synechómenis) συνεχόμενου (synechómenou) συνεχόμενων (synechómenon) συνεχόμενων (synechómenon) συνεχόμενων (synechómenon)
accusative συνεχόμενο (synechómeno) συνεχόμενη (synechómeni) συνεχόμενο (synechómeno) συνεχόμενους (synechómenous) συνεχόμενες (synechómenes) συνεχόμενα (synechómena)
vocative συνεχόμενε (synechómene) συνεχόμενη (synechómeni) συνεχόμενο (synechómeno) συνεχόμενοι (synechómenoi) συνεχόμενες (synechómenes) συνεχόμενα (synechómena)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνεχόμενος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνεχόμενος, etc.)