Jump to content

συνεχόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly formed as a passive present participle of Ancient Greek συνέχω (sunékhō, to hold/keep together). A calque of French contigu.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /si.neˈxo.me.nos/
  • Hyphenation: συ‧νε‧χό‧με‧νος

Adjective

[edit]

συνεχόμενος (synechómenosm (feminine συνεχόμενη, neuter συνεχόμενο)

  1. continuous, contiguous, abutting, adjacent (without intervening space)
  2. consecutive, back-to-back (following, in succession, without interruption)

Declension

[edit]
Declension of συνεχόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνεχόμενος (synechómenos) συνεχόμενη (synechómeni) συνεχόμενο (synechómeno) συνεχόμενοι (synechómenoi) συνεχόμενες (synechómenes) συνεχόμενα (synechómena)
genitive συνεχόμενου (synechómenou) συνεχόμενης (synechómenis) συνεχόμενου (synechómenou) συνεχόμενων (synechómenon) συνεχόμενων (synechómenon) συνεχόμενων (synechómenon)
accusative συνεχόμενο (synechómeno) συνεχόμενη (synechómeni) συνεχόμενο (synechómeno) συνεχόμενους (synechómenous) συνεχόμενες (synechómenes) συνεχόμενα (synechómena)
vocative συνεχόμενε (synechómene) συνεχόμενη (synechómeni) συνεχόμενο (synechómeno) συνεχόμενοι (synechómenoi) συνεχόμενες (synechómenes) συνεχόμενα (synechómena)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνεχόμενος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνεχόμενος, etc.)

References

[edit]
  1. ^ συνεχόμενος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language