From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from απο- ( apo- ) + ποινικοποιώ ( poinikopoió ) , a calque of French décriminaliser .[ 1]
IPA (key ) : /a.po.pi.ni.ko.piˈo/
Hyphenation: α‧πο‧ποι‧νι‧κο‧ποι‧ώ
αποποινικοποιώ • (apopoinikopoió ) (past αποποινικοποίησα , passive αποποινικοποιούμαι , ppp αποποινικοποιημένος )
( transitive ) to decriminalize
αποποινικοποιώ , αποποινικοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποποινικοποιώ
αποποινικοποιήσω
αποποινικοποιούμαι
αποποινικοποιηθώ
2 sg
αποποινικοποιείς
αποποινικοποιήσεις
αποποινικοποιείσαι
αποποινικοποιηθείς
3 sg
αποποινικοποιεί
αποποινικοποιήσει
αποποινικοποιείται
αποποινικοποιηθεί
1 pl
αποποινικοποιούμε
αποποινικοποιήσουμε , [-ομε ]
αποποινικοποιούμαστε , αποποινικοποιόμαστε
αποποινικοποιηθούμε
2 pl
αποποινικοποιείτε
αποποινικοποιήσετε
αποποινικοποιείστε , (αποποινικοποιόσαστε )
αποποινικοποιηθείτε
3 pl
αποποινικοποιούν (ε )
αποποινικοποιήσουν (ε )
αποποινικοποιούνται
αποποινικοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποποινικοποιούσα
αποποινικοποίησα
αποποινικοποιούμουν (α ), αποποινικοποιόμουν (α )
αποποινικοποιήθηκα
2 sg
αποποινικοποιούσες
αποποινικοποίησες
[αποποινικοποιούσουν (α )], αποποινικοποιόσουν (α )
αποποινικοποιήθηκες
3 sg
αποποινικοποιούσε
αποποινικοποίησε
αποποινικοποιούνταν , αποποινικοποιόταν (ε ), {αποποινικοποιείτο }
αποποινικοποιήθηκε
1 pl
αποποινικοποιούσαμε
αποποινικοποιήσαμε
αποποινικοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), αποποινικοποιόμασταν , (‑όμαστε )
αποποινικοποιηθήκαμε
2 pl
αποποινικοποιούσατε
αποποινικοποιήσατε
[αποποινικοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], αποποινικοποιόσασταν , (‑όσαστε )
αποποινικοποιηθήκατε
3 pl
αποποινικοποιούσαν (ε )
αποποινικοποίησαν , αποποινικοποιήσαν (ε )
αποποινικοποιούνταν , αποποινικοποιόνταν (ε ), (αποποινικοποιόντουσαν ), {αποποινικοποιούντο }
αποποινικοποιήθηκαν , αποποινικοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποποινικοποιώ ➤
θα αποποινικοποιήσω ➤
θα αποποινικοποιούμαι ➤
θα αποποινικοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποποινικοποιείς , …
θα αποποινικοποιήσεις , …
θα αποποινικοποιείσαι , …
θα αποποινικοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποποινικοποιήσει έχω, έχεις, … αποποινικοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποποινικοποιηθεί είμαι , είσαι , … αποποινικοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποποινικοποιήσει είχα, είχες, … αποποινικοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποποινικοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … αποποινικοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αποποινικοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αποποινικοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποποινικοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποποινικοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αποποινικοποίησε
—
αποποινικοποιήσου
2 pl
αποποινικοποιείτε
αποποινικοποιήστε
αποποινικοποιείστε
αποποινικοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποποινικοποιώντας ➤
αποποινικοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αποποινικοποιήσει ➤
αποποινικοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποποινικοποιήσει
αποποινικοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: ποινή f ( poiní , “ punishment, penalty ” )