Jump to content

διαπραγμάτευση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from διαπραγματεύ(ομαι) (diapragmatév(omai)) +‎ -ση (-si), a calque of French negotiation.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði̯a.pɾaɣˈma.tef.si/, /ðʝa.pɾaɣˈma.tef.si/
  • Hyphenation: δι‧α‧πραγ‧μά‧τευ‧ση

Noun

[edit]

διαπραγμάτευση (diapragmátefsif (plural διαπραγματεύσεις)

  1. negotiation
    1. (in the plural) negotiations, talks
  2. (rare) discussion (detailed presentation of a topic)

Declension

[edit]
Declension of διαπραγμάτευση
singular plural
nominative διαπραγμάτευση (diapragmátefsi) διαπραγματεύσεις (diapragmatéfseis)
genitive διαπραγμάτευσης (diapragmátefsis) διαπραγματεύσεων (diapragmatéfseon)
accusative διαπραγμάτευση (diapragmátefsi) διαπραγματεύσεις (diapragmatéfseis)
vocative διαπραγμάτευση (diapragmátefsi) διαπραγματεύσεις (diapragmatéfseis)

Older or formal genitive singular: διαπραγματεύσεως (diapragmatéfseos)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ διαπραγμάτευση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language