διαπραγμάτευση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from διαπραγματεύ(ομαι) (diapragmatév(omai)) + -ση (-si), a calque of French negotiation.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]διαπραγμάτευση • (diapragmátefsi) f (plural διαπραγματεύσεις)
- negotiation
- (in the plural) negotiations, talks
- (rare) discussion (detailed presentation of a topic)
Declension
[edit]Declension of διαπραγμάτευση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | διαπραγμάτευση • | διαπραγματεύσεις • | |
genitive | διαπραγμάτευσης • | διαπραγματεύσεων • | |
accusative | διαπραγμάτευση • | διαπραγματεύσεις • | |
vocative | διαπραγμάτευση • | διαπραγματεύσεις • | |
Older or formal genitive singular: διαπραγματεύσεως • |
Related terms
[edit]- διαπραγματεύομαι (diapragmatévomai)
- διαπραγματεύσιμος (diapragmatéfsimos)
- διαπραγματευτής m (diapragmateftís), διαπραγματεύτρια f (diapragmatéftria)
- διαπραγματευτικός (diapragmateftikós)
References
[edit]- ^ διαπραγμάτευση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language